- αντέμι
- τοάλμα, πήδημα (ως παιγνίδι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντεμιμεῖτο — ἀντεμῑμεῖτο , ἀντί μιμέομαι imitate imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεμιμήσατο — ἀντεμῑμήσατο , ἀντί μιμέομαι imitate aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεμίσει — ἀντεμί̱σει , ἀντί μισέω hate imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)